- ποσολογία
- ηκλάδος της φαρμακολογίας που διδάσκει τις δόσεις των φαρμάκων για κάθε αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποσολογία — η, Ν κλάδος τής φαρμακευτικής που ερευνά τις επιδράσεις τών ποσοτήτων τών φαρμακευτικών ουσιών στους ανθρώπους και στα ζώα και καθορίζει τις δόσεις που πρέπει να χορηγούνται ανάλογα με την ηλικία, το βάρος, το φύλο και την πάθηση τού ασθενούς.… … Dictionary of Greek
ποσολογικός — ή, ό, Ν [ποσολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποσολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek